25/3/13

Με την ευκαιρία της ημέρας...

Χρόνια πολλά σε όλους.
Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε στο Βημαgazino την 14/12/2008.  Έχει τίτλο : "Γιατί ζω με τύψεις". Νομίζω ταιριάζει με τη σημερινή μέρα. Λυπάμαι που δεν γνωρίζω το όνομα του γράφοντα.

Γιατί ζω με τύψεις


Π λησίαζαν τα Χριστούγεννα του 1947. ΄Ηταν σχεδόν κανόνας: εδώ στα
σύνορα, σε αυτό το ξεχασμένο χωριό, ο χειμώνας ερχόταν πολύ
νωρίς. Του Αϊ-Νικόλα έπεφτε το πρώτο χιόνι κι ως τα Χριστούγεννα δυο-
τρεις φορές που θα χιόνιζε θα έφτανε το ένα μέτρο. Τον πατέρα τον είχαμε
χάσει δυο μήνες πριν από την απελευθέρωση. Ο πατέρας ήταν λοχίας,
από τους πρώτους στην Εθνική Αντίσταση, με μεγάλη πείρα στον
ανταρτοπόλεμο. Θυμόμουν ζωντανά εκείνο το βράδυ που κατέβηκε από
το βουνό. Δεν τον είχα γνωρίσει, βρώμικος, αξύριστος, κουρελής. Το πρωί
λίγο προτού φύγει ξανά με πήρε έξω και μου είπε: «Ο πόλεμος που
κάνουμε εναντίον των Γερμανών είναι για να φύγουν και να γυρίσουμε στα
σπίτια μας ελεύθεροι. Αν είναι της μοίρας γραφτό να σκοτωθώ σε κάποια
μάχη, εσύ θα είσαι ο προστάτης αυτής της οικογένειας». Και ας ήμουν τότε
μόλις επτά χρόνων. Σαν να το προαισθάνθηκε. Σκοτώθηκε σε μια μάχη με
τους Γερμανούς. ΄Ηταν μόλις 30 χρόνων. Και το πεντάχρονο αδελφάκι μου,
τον Κωστάκη, τον χάσαμε από την πείνα και τις αρρώστιες. Πέθανε
φωνάζοντας «πεινάω». Η απελευθέρωση μας βρήκε στο χωριό μας, μια
χήρα 27 ετών – με μαύρο φουστάνι μέχρι που πέθανε – και δυο ορφανά.
Π αραμονές Χριστουγέννων του ’47 λοιπόν. Σήμερα δεν είχαμε ούτε
τη μάνα μαζί μας. Την έστειλε εξορία το ελληνικό κράτος διότι ο
άνδρας της είχε σκοτωθεί αντάρτης. ΄Ημασταν πια εντελώς μόνοι.
Πεινασμένοι και ρακένδυτοι.. Από νωρίς την παραμονή άρχιζε να χιονίζει.
Η Σόφη, η αδελφή μου, έξι χρόνων, και εγώ τρια χρόνια μεγαλύτερος,
αρχίσαμε να λέμε τα κάλαντα, όπως όλα τα παιδάκια: «Παιδάκια που έχετε
γονείς, να ‘χαμε σαν και εσάς και εμείς, δώρα θα σας χαρίσουν, και θα σας
καλοκαρδίσουν». Μετά την απελευθέρωση κάθε σπίτι είχε το δικό του
Γολγοθά και τη δική του φτώχεια, έτσι σ’ εμάς τα παιδάκια που λέγαμε τα
κάλαντα ένα ξερό σύκο ή ένα ξυλοκέρατο (χαρούπι) το πολύ πολύ ένα
μανταρίνι, αυτή ήταν η αμοιβή μας. ΄Αρχισε να νυχτώνει. Το χιόνι να πέφτει
πιο πυκνό και η Σόφη να με παρακαλά: «Πάμε στο σπίτι, Στάθη, πάγωσα».
Η αλήθεια είναι ότι αντί για παπούτσια φορούσαμε τα τσαρούχια μας – μας
τα είχε ράψει η μάνα μας από γουρουνίσιο δέρμα – και είχαν πάρει χιόνια
μέσα και μας πάγωναν τα πόδια.
Β ρεγμένος ως το κόκαλο, που λένε, και ο Θεός να χιονίζει, να χιονίζει,
χωρίς σταματημό. Τα παιδάκια του χωριού που έλεγαν τα κάλαντα
μαζεύτηκαν στις οικογένειές τους. Εμείς σε ποιο σπίτι; Ούτε μάνα, ούτε
θέρμανση και τότε σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να μπαίναμε σε μια
αχυρωσιά. Μες τα άχυρα θα ήταν πιο ζεστά. Στην πρώτη που βρήκαμε
μπροστά μας μπήκαμε μέσα. Ανοίγοντας μια μεγάλη τρύπα στ’ άχυρα,
μπήκαμε μέσα η Σόφη κι εγώ. «Στάθη, να πάρω ένα σύκο από το σακούλι
μας;» με ρώτησε η Σόφη. ΄Υστερα από λίγο μου είπε: «Κρυώνω , στάθη».
:Αγκάλιασα το αδύνατο κορμάκι της να ζεσταθεί και της έδωσα ακόμη ένα
σύκο. ΄Ετσι κάπως με πήρε ο ύπνος. Το πρωί, όταν ξύπνησα, είδα τη
Σόφη με μισοφαγωμένο το σύκο στο στόμα. Όταν προσπάθησα να την
ξυπνήσω δεν κουνήθηκε. Ηταν πια πολύ αργά. Πόσο ένοχα νιώθω από
τότε. Για τον άδικο χαμό της Σόφης ποιος έφταιξε; Εγώ;